αυτενεργώ

αυτενεργώ
αὐτενεργῶ (-έω)
ενεργώ από μόνος μου, με τη θέλησή μου, χωρίς να παρακινούμαι από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτενεργώ — αυτενεργώ, αυτενέργησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυτενεργώ — ησα, ενεργώ από μόνος μου κι όχι κινούμενος από άλλους: Το παιδί δεν ενδιαφερόταν για τίποτε, γιατί δεν είχε μάθει να αυτενεργεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”